- ναυτασφάλεια
- η страхование судна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυτασφάλεια — η (νομ.) η ασφάλιση εμπορικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος σε κατάλληλο ασφαλιστικό οργανισμό κατά τών θαλάσσιων κινδύνων, αλλ. ναυτασφάλιση ή θαλάσσια ασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλεια] … Dictionary of Greek
ναυτασφάλεια — η η ασφάλιση των πλοίων από τους κινδύνους της θάλασσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσασφάλεια — η η ασφάλιση πλοίου ή εμπορευμάτων εναντίον τών κινδύνων τής θάλασσας, η ναυτασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + ασφάλεια. Η λ. στον πληθ. θαλασσασφάλειαι μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
ναυτασφάλιση — η (νομ.) η ναυτασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + ασφάλιση] … Dictionary of Greek
ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… … Dictionary of Greek